- αφροσύνη
- ηαπερισκεψία, παλαβομάρα: Ήταν αφροσύνη να διακόψεις τις σπουδές σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφροσύνη — folly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνῃ — ἀφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροσύνη — η (AM ἀφροσύνη) [άφρων] απερισκεψία, μωρία … Dictionary of Greek
ἀφροσύναι — ἀφροσύνη folly fem nom/voc pl ἀφροσύνᾱͅ , ἀφροσύνη folly fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνηι — ἀφροσύνῃ , ἀφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσυνῶν — ἀφροσύνη folly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύναις — ἀφροσύνη folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνην — ἀφροσύνη folly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνης — ἀφροσύνη folly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνῃσι — ἀφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)